LIVE REPORT: DEATH’S BLACK DECENT II


I arrived at the venue a bit early. I had in mind that I could enjoy the afternoon sun and maybe drink a cold coffee. I sat at the café, across the street and just before my coffee came, a friend of mine, who also happens to co-run the event managing company, Krisis Productions, came out of the venue.

“Wanna come in?” he asked me. ‘Fuck yeah’, I thought but I kept my cool. “Sure.” The soundcheck from most of the bands was already done. I chatted with some friends while listening to the two bands that were going to open the show, tuning their instruments.

After the coffee, came the first beer and around half a beer later, Dimholt took their place on the stage. They came from our neighboring country, Bulgaria, having released their first full length, “Liberation Funeral”. Their sound could be described as black metal, with a bit of a roll in it and psychedelic tendencies. The crowd was still out of tune and hanging around, rather than paying attention. This usually happens at the beginning of a show, especially if you know that it’s going to be a long night (five bands in total).

I liked their sound and they were well rehearsed. I stood at the middle of the venue, listening to the instruments and I have to say that the sound of the drums could be just a bit lower so the riffs could be heard clearly. The singer has a good voice and the overall feel that they gave me was positive. The orchestration of some songs has something majestic about it, creating a grandiose feeling. But their sound is still not fully developed and this can be heard in some songs, where the lead guitar plays on its own, on top of the orchestration and it just doesn’t work for me. Time will show and Dimholt deserves our attention.

Next in line was a local band, The Psalm. They play death metal, as it was created by bands like Asphyx, Autopsy, Bolt Thrower and the likes. They are a power trio that gives away raw, aggressive and serpent like feelings enveloping with their riffs. Their strongest aspect is the voice, deep and growling with great articulation. But I was somewhat disappointed by their performance, especially with the rhythm guitars and leads/solos. This weakness can be justified since the vocals, the rhythm guitars and the lead guitars were all performed by one man. I think it would be better if they have an extra player in concerts, responsible for either the rhythm or the lead guitars. They do have potential but this will become clearer and more solid as they work and progress in time.

Demonomancy, from Italy, came on stage with matching outfits and their debut, “Throne of Demonic Proselytism” under their belts. Also a power trio, with shaved heads, eyes painted black and chains wrapped around their naked top bodies. They started and they ended. No chit chat. Just a pure sonic assault. The singer gave a very passive/aggressive performance, supporting their image as a demonic death/black band. The sound was a bit chaotic and I think that maybe it was done on purpose. My opinion and expectations, when attending a concert, is to have a clear sensory (mainly listening) experience. I want to listen to the orchestration and the riffs. This chaotic expression, may serve the purpose of creating atmosphere, but sonic chaos and sonic atmosphere is not the same, as you will read in the next paragraph. They have the riffs and the potential to make it happen but not just yet.

There was a relatively large break in the program, probably because Lvcifyre were making sure that their sound is exactly as they want it to be. At some point, they began playing and I felt ‘it’. But they stopped. Then they left the stage and returned in ‘armor’. “Well”, I thought, “They sure take this seriously.” The main and great difference from the previous bands was that Lvcifyre have a very clear vision of what they are doing and how they want it to appear in our consciousness. They play in a whole other level that is not achieved by many. If I was a 20 something boy I would probably feel fear and awe. It was one of the most impressive acts I have seen and I will tell anyone that has an interest in the dark arts, that given the opportunity, Lvcifyre must be experienced. This is not an exaggeration. They were absolute in their certainty, massive and dominant, transmitting auras from another, darkened universe, where light still hasn’t emerged in it. Pure sonic darkness.

I could have paid attention in the orchestration and find flaws but I didn’t. If there were any, I ignored them completely. I allowed myself to submerge into the ‘fyre’.

After the end of their show, as I did after every band, I chatted with friends. The main difference was that we were giggling. Because this is what real men do when they experience true darkness. They giggle. Deal with it.

Obliteration came from Norway, dressed in the ways of the old school. An experienced band that showed their fangs while dominating the stage with their presence. They are also a high caliber live band, along with Lvcifyre, but they express a different feel. Aggressive, thrashy death metal with a voice that is assaulting the senses and solos flying through the songs while the drummer is battering relentlessly.

At some point the singer launched a booger to the crowd but it didn’t hit anyone. It wasn’t done on purpose. “It must have been an absolute necessity for him”, I thought. Then it happened again and again. After four boogers and a whole lot of primitive death metal, I thought that this just might be the singer’s way of expressing the lack of tissues under his bullet belt. Kinda gross, but hey! it’s metal.

The show lasted more than four hours and I was completely exhausted. We went to get something to eat and then at a rock bar for a quick fix of alcohol. It was a great show that promoted the underground in the best possible way. There is juice down there for anyone willing to swim through the darkened river of Hades.

LIVE REPORT: DEATH’S BLACK DECENT II


Έφτασα στο 8ball σχετικά νωρίς. Είχα στο νου μου πως θα μπορούσα να απολαύσω τον απογευματινό ήλιο της Σαλονίκης και ίσως να έπινα και ένα freddo. Έκατσα σε μια καφετέρια απέναντι από το club και λίγο πριν έρθει ο καφές μου, ένας φίλος, και συνέταιρος (όχι με μένα) της Krisis Productions, βγήκε από το club.

«Θες να έρθεις μέσα;», με ρώτησε αφού χαιρετηθήκαμε. «ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ», σκέφτηκα, αλλά διατήρησα το swag μου. «Ναι, Οκ.» είπα και μπήκαμε μέσα. Το soundcheck είχε ολοκληρωθεί από τα περισσότερα συγκροτήματα. Μίλησα με κάποιους φίλους που ήταν είδη εκεί καθώς ακούγαμε τις δύο μπάντες που θα άνοιγαν την βραδιά, να ρυθμίζουν τα όργανα τους.

Μετά το καφέ, ήρθε η πρώτη μπύρα και περίπου μισή μπύρα αργότερα, οι Dimholt ανέβηκαν στη σκηνή. Ήρθαν από την γειτονική μας Βουλγαρία, έχοντας κυκλοφορήσει το πρώτο τους album, Liberation Funeral. Ο ήχος τους θα μπορούσα να περιγραφεί  ως black metal, με λίγο roll μέσα του και με τάσεις ψυχεδέλειας. Το κοινό ήταν ακόμη εκτός ‘συγχρονισμού’, αραγμένοι και διάσπαρτοι μέσα στο χώρο. Αυτό συμβαίνει συνήθως στην αρχή ενός show, ιδιαίτερα εάν ο κόσμος γνωρίζει ότι θα είναι μεγάλη βραδιά (πέντε συγκροτήματα συνολικά).

Μου άρεσε ο ήχος τους και ήταν καλά προβαρισμένοι. Στάθηκα στο κέντρο του χώρου, ακούγοντας τα όργανα και πρέπει να πω πως τα drums θα μπορούσαν να είναι λίγο πιο χαμηλά ώστε τα riff να ακούγονταν καλύτερα. Ο τραγουδιστής έχει καλή φωνή και η συνολική αίσθηση που έβγαζαν ήταν θετική. Η ενορχήστρωση κάποιων τραγουδιών έχουν κάτι majestic μέσα τους, και δημιουργούσαν ένα μεγαλειώδης συναίσθημα. Αλλά ο ήχος τους δεν είναι ακόμη πλήρως αναπτυγμένος και αυτό ακουγόταν σε κάποια τραγούδια, όπου η lead κιθάρα έπαιζε μόνη της, πάνω από την ενορχήστρωση και απλώς δεν δούλευε καλά για εμένα. Ο χρόνος θα δείξει και οι Dimholt αξίζουν της προσοχής μας.

Επόμενοι ήταν μία τοπική μπάντα, οι The Psalm. Παίζουν death metal, όπως αυτό ορίστηκε από τα συγκροτήματα  Asphyx, Autopsy, Bolt Thrower και άλλα παρόμοια. Είναι ένα δυναμικό τρίο που εκπέμπουν ωμά, επιθετικά και ερπετοειδή συναισθήματα που αναπτύσσονται με τα riff. Το δυνατότερο σημείο τους είναι η φωνή, βαθειά, γρυλιστή και με εξαιρετική άρθρωση. Αλλά απογοητεύτηκα από την απόδοση τους, κυρίως με τις ρυθμικές και lead/solo κιθάρες. Αυτή η αδυναμία μπορεί να δικαιολογηθεί καθώς τα φωνητικά, οι ρυθμικές και οι lead/solo κιθάρες παίζονταν όλες από έναν άνθρωπο. Νομίζω θα ήταν καλύτερο εάν είχαν ένα εξτρά παίχτη στις συναυλίες, υπεύθυνο για ένα από τα δύο μέρη των κιθάρων. Έχουν δυνατότητες και αυτό θα γίνεται ξεκάθαρο και πιο συμπαγές όσο δουλεύουν και εξελίσσονται.

Οι Demonomancy, από την Ιταλία, ανέβηκαν στη σκηνή με ταιριαστά ρούχα και το ντεμπούτο τους, Throne Of Demonic Proselytism στο μενού. Και αυτοί δυναμικό τρίο, με ξυρισμένα κεφάλια, βαμμένα μαύρα μάτια και αλυσίδες τυλιγμένες γύρω από το γυμνό (πάνω) σώμα τους. Ξεκίνησαν και τέλειωσαν. Δίχως φλυαρίες και λόγια. Απλά και στεγνά, μία αγνή ηχητική επίθεση. Ο τραγουδιστής έδωσε μία ενεργητική/παθητική ερμηνεία. Ο ήχος του ήταν λίγο χαοτικός και νομίζω ότι ήταν μεθοδευμένο. Η άποψη μου και προσμονή, όταν είμαι σε μια συναυλία, είναι να έχω μία καθαρή ηχητική, αισθητηριακά, εμπειρία. Θέλω να ακούω την ενορχήστρωση και τα riff. Αυτή η χαοτική έκφραση μπορεί να εξυπηρετεί τον σκοπό δημιουργίας ατμόσφαιρας, αλλά ηχητικό χάος και ηχητική ατμόσφαιρα δεν είναι το ίδιο, όπως θα διαβάσετε και στην επόμενη παράγραφο. Έχουν τα riff και τη δυνατότητα να το επιτύχουν αυτό, αλλά όχι ακόμη.

Υπήρχε ένα σχετικά μεγάλο διάλλειμα στο πρόγραμμα, μάλλον γιατί οι Lvcifyre ήθελαν να σιγουρευτούν ότι ο ήχος τους θα ήταν ακριβώς όπως τον ήθελαν. Σε κάποια φάση ξεκίνησαν να παίζουν και ‘το’ ένιωσα. Αλλά σταμάτησαν. Έπειτα άφησαν τη σκηνή και επέστρεψαν με τις ‘πανοπλίες’ τους. «Το παίρνουν πολύ στα σοβαρά.», σκέφτηκα.

Η ειδοποιός και τεράστια διαφορά με τις προηγούμενες μπάντες είναι πως οι Lvcifyre έχουν ένα ξεκάθαρο όραμα για αυτό που κάνουν και πως θέλουν να το παρουσιάζουν στις συνειδήσεις μας. Παίζουν σε ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο, το οποίο λίγοι επιτυγχάνουν. Εάν ήμουν 20κάτι χρονών αγόρι μάλλον θα ένιωθα φόβο και δέος. Ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά show που έχω δει και θα λέω σε οποιονδήποτε τρέφει ένα ενδιαφέρον για τις σκοτεινές τέχνες, πως δοθείσης της ευκαιρίας, τους Lvcifyre πρέπει να τους ζήσει. Και δεν υπερβάλλω. Ήταν απόλυτοι στη βεβαιότητα τους, τεράστιοι και επιβλητικοί, μεταδίδοντας αύρες από ένα άλλο, σκοτεινό σύμπαν, όπου το φως ακόμη δεν έχει παρουσιαστεί σε αυτό. Αγνό ηχητικό σκότος.

Θα μπορούσα να είχα συγκεντρωθεί στην ενορχήστρωση και να έβρισκα λάθη και ελαττώματα αλλά δεν το έκανα. Εάν υπήρχαν, τα αγνόησα τελείως. Επέτρεψα στον εαυτό μου να βυθιστεί μέσα στη “fyre”.

Μετά το τέλος της παράστασης τους, όπως έκανα και μετά από κάθε συγκρότημα, σχολιάζαμε με φίλους. Η μόνη διαφορά είναι πως τώρα χαχανίζαμε. Διότι αυτό κάνουν οι αληθινοί άντρες όταν έρχονται σε επαφή με το αληθινό σκότος. Χαχανίζουν. Deal with it!

Οι Obliteration ήρθαν από τη Νορβηγία, ντυμένοι με τον τρόπο τον παλιό, old school. Μία έμπειρη μπάντα, μας έδειξε τα δόντια της ενώ επιβλήθηκαν στη σκηνή με την παρουσία τους. Είναι επίσης, μαζί με τους Lvcifyre, μία μεγάλου βεληνεκούς live μπάντα, αλλά βγάζουν διαφορετική αίσθηση. Επιθετικό, thrashy, death metal με μία φωνή που επιτίθεται στις αισθήσεις και τα solo να πετάνε διαμέσου των τραγουδιών καθώς ο drummer σφυροκοπούσε ασταμάτητα το τύμπανα του.

Κάποια στιγμή ο τραγουδιστής εκτόξευσε μία μύξα στο κοινό, με τον τρόπο που κάνουν οι ποδοσφαιριστές, αλλά δεν χτύπησε κανένα. «Δεν έγινε επίτηδες.» σκέφτηκα. «Μάλλον θα τον ενοχλούσε και έπρεπε να το κάνει.» Μετά συνέβη ξανά και ξανά. Τέσσερις μύξες αργότερα και έπειτα από πολύ πρωτόγονο death metal, σκέφτηκα πως αυτός είναι ο τρόπος του για να εκφράζει την έλλειψη χαρτομάντιλων από τη ζώνη με τις σφαίρες του. Κατιτίς αηδιαστικό, αλλά όπως και να το δούμε, είναι metal.

Το show κράτησε κάτι περισσότερο από τέσσερις ώρες και ήμουν απολύτως εξαντλημένος. Πήγαμε να ‘τσιμπήσουμε’ κάτι και μετά σε ένα ροκόμπαρο για μία γρήγορη δόση αλκοόλ. Ήταν ένα πολύ ωραίο και χορταστικό show που ανέδειξε το underground με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Υπάρχει ζουμί εκεί κάτω για όποιον έχει τη διάθεση να κολυμπήσει στο σκοτεινιασμένο ποτάμι του Άδη.

MOERAE - FULL SPLIT REVIEW




The Daughters of the Night. Three in number, Clotho, Lachesis, Atropos. The spiner of fabric, the weaver and the cutter. The present, the past and the future.


AWE - Clotho


I never had a choice and no one does. The daughters of the night are working, weaving, measuring and cutting. I, for one, believed that I had the power to overcome them and live eternally. I was wrong.

First, the spiner, Clotho. Unknown to me. A piece of fabric, weaved with notes. Her creation is my life, spanning from the first conception, if we allow ourselves to believe that there might be more than one, in one’s spiritual lifeline. There might be. 

I set the goal of overcoming mortality. And the only way was to kill her. I started spanning my own thread, extended to seventeen minutes. It started, or should I say, it erupted from my heart. Salvation needs the Omega, but first things first. I needed to know her.

Defying the gods, a beautiful, elegant lady, eternally spinning the fates of men, with multidimensional orchestration, where simplicity became a burden, though I tend to conceive of thee as the expression of life over death. Sometimes it works at the benefit of the victim, other times it leaves him weak and stranded, waiting for the pendulum of time to stop.

Salvation needs the omega, but the omega never comes. Clotho is an overwhelming experience, with guitar melodies shifting from beauty to ugliness and separate voices plunging into my ears. And there, when I feel ready and worn out comes the uplifting melodies, giving me hope, giving me something not so strange. It feels familiar. It feels like home.

Oh yes. Death is our home. We came from there and there we shall go. But is it true? Is death absolute? Or is it just one of the many deaths in one’s life? I asked her, I begged her and she responded in a dead tongue: 

“Aporia il e denblaha. Aporia sah e denblama. Mas en vuj otrio vastenm. Mas en iftehn lodriann shir. Cktenddet vorsimen! Cktenddet vorsimen! Cktenddet vorsimen al! Cktenddet vorsimen peg al!”

One is Her nature, of three Her disguise. Three is Her nature, one Her Disguise. Salvation meets the Omega, but my time isn’t over yet. For what is breathing is dying and I won’t give up. I set the stage in the bottom bed of my heart and allowed the music take the toll on me. This is my art. This is my time. Not hers. A fate to adore. The fate of mine. Her promise is no more. 

And there, as I stood like a warrior against forces unseen and incomprehensible, a sacred spring forced Her into my spine. With shapeless flames forming fire, my spine became a volcano and lava erupted. To this, in my last moments of consciousness, Parmenides words came to mind:


“Listen, and I will instruct thee—and thou, when thou hearest, shalt ponder—

What are the sole two paths of research that are open to thinking.

One path is: That Being doth be, and Non-Being is not:

This is the way of Conviction, for Truth follows hard in her footsteps.

The other path is: That Being is not, and Non-Being must be;

This one, I tell thee in truth, is an all-incredible pathway.

For thou never canst know what is not (for none can conceive it),

Nor canst thou give it expression, for one thing are Thinking and Being.

...And to me ‘tis indifferent

Whence I begin, for thither again thou shalt find me returning.”


What shall become of me? Listen to this. Listen and accept it.


VACANTFIELD - Lachesis


"Lachesis" rises! Lachesis the whore! The one that holds the reign of my fate was sitting dressed in white and singing playfully to herself “What necessity brought these linear species of human deeds? What knuckle dreams those vermins dream in obscene chords that lie beneath me?”. Oh! The irony. The sarcastic words that struck my senses. “Shall I measure the thread of your life with my spinal rod? Shall I bless you with plague?” she sung and faced me. “Shall I bless you with words that you’ll envy their meaning?”

Shredding the fabric of time, I rise, holding my belief against the inevitable end. The final death. From times before civilization to the industrial sounds of modern era, I question this. Are we doomed to be harvested by her will? To whom is the future known, other than her? Lachesis rises! Lachesis the whore!

It begins, with my fingers hitting the keys and moving along disharmonic melodies. I am the grim voice that hit your ears. I am the chorus of a chaos without end. Can you dance in my rhythm? Can you follow the unending song of her will?

Deeply I sing with madness and my words hit the spinal cord of time, from past to present and the future that flows through my maddening dance. Yes! I am madness maddened by the sheer thought of a chaotic revelation.

I spin around her, covering my mortality with a large weft. Riffing my way with black melodicism, against her, like a fortune dreamer. My cloth may look dim and dull, but it is made by the bloodiest of passions. My will! My fate! My life against the matchless design that waits to be revealed.

My song is of orchestration, rising like a twisting tornado around me. I see my past, floating with pictures. Memories, beloved and hated I despise and she will answer to my demand. Lachesis risen! Lachesis the whore! She’s holding the valorous puppets and I see myself with strings, hanging loosely from her fingers. “Like dust of stars show no more.” spoke her wide mouth.

Like a cynic piece in a rotten needle. Accept it! Accept the inevitable dance of Vacantfield. It is a theater of madness.


END - Atropos


“They call you death and I call you, Atropos, the beginning.”

Like the round shaped serpent, ouroboros, that life is death and death is life. I waited for you until the 8th minute, at the mark of the beginning of the END. I praised you, I wiped for you, I longed for you, Atropos.

With a chorus that sends my will to the sky and beyond, into the darkness, singing the manifestation of your undeniable will. You are Genesis that spawns through chaos and the copulation of Nyx. Process, formation, demiurge.

If I am the listener, the experiencer of your will, then what are you, if not the harsh passing of time. The peak of fear. The undesirable. I fear that time has left me alone, regretting the past times gone with the sharp pain of loss.

“And the wasted time, no longer can be used. This thin spine of cloth needs to be cut.” At the mark of the 8th minute she appears, sharp, divine, riveting and unexpected.

“Though shalt not fear me, because I am death. Though shalt fear your past and your regrets. Your evil deeds that still torment your mind.” She spoke through me and not to me. Possessed by her beauty in instant delirium and as all chains rattle, I am no longer of this earth. “And though shalt have another chance. And though shalt live another life. A new beginning.” 

In between the scissors of time the share is always fair. What you give you shall receive. In pain, pain is born and in forgiveness, time becomes a moment, in your hands, to be held, eternally.

“I, Atropos, daughter of night, ruler of lives finite, unbind the souls with my screams.” 

At the 16th minute, still confined by her will, I bow my head to the undeniable Empress. They may call you death, but my eyes see the beginning. Atropos, the third daughter of the night. Ruler of mortality.

MOERAE - END - ATROPOS - PART 3 OF 3 - REVIEW





The Daughters of the Night. Three in number, Clotho, Lachesis, Atropos. The spiner of fabric, the weaver and the cutter. The present, the past and the future.
“They call you death and I call you, Atropos, the beginning.”

Like the round shaped serpent, ouroboros, that life is death and death is life. I waited for you until the 8th minute, at the mark of the beginning of the end. I praised you, I wiped for you, I longed for you, Atropos.

With a chorus that sends my will to the sky and beyond, into the darkness, singing the manifestation of your undeniable will. You are Genesis that spawns through chaos and the copulation of Nyx. Process, formation, demiurge.

If I am the listener, the experiencer of your will, then what are you, if not the harsh passing of time. The peak of fear. The undesirable. I fear that time has left me alone, regretting the past times gone with the sharp pain of loss.

“And the wasted time, no longer can be used. This thin spine of cloth needs to be cut.” At the mark of the 8th minute she appears, sharp, divine, riveting and unexpected.

“Though shalt not fear me, because I am death. Though shalt fear your past and your regrets. Your evil deeds that still torment your mind.” She spoke through me and not to me. Possessed by her beauty in instant delirium and as all chains rattle, I am no longer of this earth. “And though shalt have another chance. And though shalt live another life. A new beginning.”

In between the scissors of time the share is always fair. What you give you shall receive. In pain, pain is born and in forgiveness, time becomes a moment, in your hands, to be held, eternally.

“I, Atropos, daughter of night, ruler of lives finite, unbind the souls with my screams.”


At the 16th minute, still confined by her will, I bow my head to the undeniable Empress. They may call you death, but my eyes see the beginning. Atropos, the third daughter of the night. Ruler of mortality.

SARPANITUM - BLESSED BE MY BROTHERS - REVIEW





Υπάρχουν φορές που η μουσική σου κάνει κλικ. Άλλες φορές δαγκώνει. Αυτό όμως είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Αυτό το album έχει γίνει φίλος μου. Το ακούω πριν κοιμηθώ. Καθώς ταξιδεύω ή όταν νιώθω την ανάγκη να χαλαρώσω. Είναι σαν μία ζεστή κουβέρτα τυλιγμένη γύρω από ένα γυμνό κορμί, η οποίο βομβαρδίζεται ανελλιπώς με απειλητική ωμότητα. Αλλά είναι τόσο συναισθηματικό. Τόσο ανάλαφρο και μαγευτικό.  

Αυτή η μουσική δεν είναι του εδάφους, ούτε είναι του αέρα. Δεν είναι της μέρας, ούτε είναι της νύχτας. Δεν είναι του ουρανού και των σύννεφων και της ζεστής έντασης του ήλιου, που έρχεται από πάνω μας, καλωσορίζοντας το καλοκαίρι. Δεν είναι μία σταθερά και δεν είναι θέα για να δεις. Είναι γύρω μας, από πάνω μας και από κάτω μας. Εντός μας και εκτός μας. Ανυψώνει το σώμα και εγκωμιάζει την ομορφιά της τέχνης.

Τα riff και το ασταμάτητο drumming δημιουργούν χτίσματα γήινης κατάβασης, από το χώμα που περπατάμε, βαθύτερα μέσα στη γη. Είναι τόσο επίγειο όσο τα βουνά και οι λόφοι που απλώνονται σε όλη την Πελοπόννησο. Ένα θέαμα πανέμορφο και ακαταμάχητο στη σκέψη της ιστορίας της. Η αφήγηση που δημιουργείται από τον τραγουδιστή μαζί με το rhythm section δίνουν την αισθητική μιας εποχής, όπου ο άνθρωπος δεν ήταν κάτι παραπάνω από κτήνος, περιπλανώμενος στη γη όπως τα μεγάλα σαρκοφάγα, και ζούσε με τους δικούς του θεούς, με ολική έλλειψη της μοντέρνας γνώσης. Ένα με το χώμα, απόλυτα εξαρτημένος από το  περιβάλλον του.

Ήταν η εποχή όπου ο άνθρωπος είχε ανάγκη τους θεούς και κοιτούσε στον ουρανό και προσευχόταν για βροχή. Προσευχόταν για την επιβίωση της οικογένειας του και τους προσέφερε δώρα. Μιλούσε για μυθολογικά πλάσματα και ερπετά που πετούσαν μέσα από τα σύννεφα. Ήταν γεμάτος με δέος και σεβασμό για τα μυστήρια της ζωής. Ήταν σε απόλυτη ανάγκη κάτι μεγαλύτερου, κάτι που ξέφευγε από τους περιορισμούς του αγώνα του, κάτι που αρνιόταν τη θνησιμότητα. Είχε ανάγκη για γαλήνη και αιώνια ελευθερία και μέσα από αυτό, γέννησε τη μετά-θάνατο ζωή.

Αυτό πέτυχαν οι Sarpanitum. Στο Blessed Be My Brothers, εμπεριέχουν τη θνητότητα και την αθανασία. Την ασχήμια και την ομορφιά. Η πανέμορφη, συναισθηματική μελωδικότητα των κιθάρων, οι οποίες άλλες φορές αναπτύσσονται εντός των πυκνών δημιουργημάτων του rhythm section και άλλες φορές δραπετεύουν,  αγκαλιάζοντας το τραγούδι και εξυψώνοντας το, στα υψηλότερα επίπεδα στα οποία δεν έχουμε φτάσει ακόμη αλλά νιώθουμε την ανάγκη να παλέψουμε για αυτό, είναι αυτό που κάνει το album να στέκεται ανεξάρτητα. Έχει ζωή και αναπνέει φωτιά. Έχει αγάπη και τη δίνει με σκληρή ομορφιά.


Ευλογημένοι να είστε Sarpanitum, αδέλφια μου. Σας ευχαριστώ για αυτό το δημιούργημα.

SARPANITUM - BLESSED BE MY BROTHERS - REVIEW





You know, there are times when music clicks. Other times it bites. This one though is a whole different thing. This album has become my friend. I listen to it before I get to sleep. While travelling or when I feel the need to relax. It’s like a warm blanket wrapped around a naked body, constantly bombarded with a menacing brutality. But it’s oh! so emotional. So light and majestic.

This music is not of the ground and neither it is of the air. It is not of the day nor is it of the night. It is not of the sky and of the clouds and of the warm intensity of the sun, coming over us, hailing for the summer. It is neither a beginning nor an end. Not a constant and not a sight to see. It is around us, over us and below us. Within us and without us. It lifts the body and praises the beauty of art.

The riffs and the relentless drumming create structures of earthly decent, from the gravel that we walk upon, deeper into the earth. It is as terrestrial as the mountains and the hills that are spreading throughout Peloponnesus. A sight beautiful to the eyes and overwhelming by the thought of her history. The narrative that is being created by the singer along with the rhythm section give it an aesthetics of a time, where man was no more than a beast, roaming the earth like the great carnivores, living with his own gods and with a complete lack of modern knowledge. One with the ground, completely dependent to his surroundings.

That was the time where man needed gods and he looked upon the sky and prayed for rain to come. He prayed for the survival of his family and he gave offerings to them. He talked of mythological creatures and serpents that flew through the clouds. He was filled with awe and respect for the mysteries of life. He was in absolute need of something greater, something beyond the confines of his struggle, something that negated mortality. He needed peace and eternal freedom and through that need he gave birth to the afterlife.

This is what Sarpanitum achieved. They enclosed within “Blessed Be My Brothers” both mortality and immortality. Both ugliness and beauty. The beautiful, emotional melodicism of the guitars that are at times developing within the thick structures of the rhythm section and other times escaping and covering the song lifting it up to the higher planes that are unattainable but yet we feel the need to strive for them, is what makes this creation stand independently. It has life and it breathes fire. It has love and it gives it away with harsh beauty.


Blessed be Sarpanitum, my brothers. I thank you for this creation.

Tempel – “The Moon Lit Our Path” - song released


Tempel is a dynamic duo that plays instrumetal (instrumental metal). In January of 2014 they released their debut album, "On the steps of the temple" and those with a refined nose, listened to one of the most thick and tight riffocentric albums of the underground, in recent years.

With a sound that brings to mind the early works of Pelican and other simirlar bands, they build structures of sound and create atmospheres with a deep sentimetnal value. Like the wind that blows through the ruins of ancient civilizations. This type of music, that relies solely on music, is risky for any band that decides to take that path and Tempel succeed with artistic ease.

Their new song, "Carvings in the door", from their latest album "The Moon Lit Our Path", scheduled for release in the mid of June, is a warm summer cloud of exploration, with the riff developing steadilly, taking the listener to new landscapes, unseen at first but slowly revealed and the lead melodicism that is hidden within it, never escapping the strict boundaries that the drums are creating, is the fuel that makes this journey feel relaxed. The drums are doing all the earthly work, grounding the song and making it feel lively. This song is a biological organism with great narrative abillities. I can't wait to be exposed to the whole album.
 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ JACOB BUCZARSKI - MARE COGNITUM






Απευθύνθηκα στον Jacob Buczarski, αφού άκουσα και απόλαυσα το "Phobos Monolith". Είναι ο αστροναύτης μέσα στο διαστημόπλοιο Mare Cognitum και όλα όσα περικλείουν αυτήν την μουσική έκφραση γίνεται με αγάπη για το σύμπαν, το ανεξήγητο και το άπιαστο.

Ο Jacob είχε την καλοσύνη να πάρει τον χρόνο του και να σκεφτεί τις απαντήσεις στις ερωτήσεις μου και τα βραβεία μπορούν να φανούν παρακάτω. Υπάρχει μία συγκεκριμένη φράση που μου έκανε όμορφη εντύπωση, γιατί δείχνει ένα υγιές μυαλό και μία προσέγγιση στις ιδέες που εξερευνώνται που δεν είναι και τόσο συνηθισμένο

"Ποια ομορφότερη ιδέα υπάρχει για να αναλογιστεί κάποιος καλλιτεχνικά;" J.B.


Μ.Ν.: Γεια σου Jacob. Το “Phobos Monolith” καλωσορίστηκε από τα μέσα του διαδικτύου και διάβασε πολύ καλές απόψεις για το album σου. Αν και, θα πρέπει να ζητήσω συγγνώμη από τη πλευρά μου καθώς δεν χρησιμοποίησα τους ‘προπαγανδιστικούς μηχανισμούς’ μου, εννοώ το blog μου, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ώστε το “Phobos Monolith” να φτάσει στο ευρύτερο δυνατό ακροατήριο. Μου φαίνεται πως έχεις μία τάση να εξερευνάς ιδέες με διαστημικές εικόνες. Συνδέεις το σύμπαν με τη συνείδηση. Βλέπεις μία σύνδεση μεταξύ των δύο? Είναι το σύμπαν που περιέχει τη συνείδηση ή είναι το ανάποδο? ‘Εγώ’ περιέχω ‘αυτό’ ή ‘αυτό’ περιέχει ‘εγώ’; 


J.B.: Χαίρετε! Μην ανησυχείς για αυτό, καθώς φαίνεται να το διορθώνεις τώρα! Εκτιμώ τη δυνατότητα που μου δίνεται να μιλήσω μαζί σου. 

Υπάρχει, προφανώς, μία σύνδεση μεταξύ αυτών των δύο μεγάλων θεμάτων, της ανθρώπινης συνείδησης και του σύμπαντος, στιχουργικά. Ο πιο βασικός λόγος πηγάζει από το γεγονός πως το να μελετάς το σύμπαν είναι ένας τρόπος για να διευρύνει κάποιος τη συνείδηση του και την συνείδηση του εαυτού του με ένα τρόπο ο οποίος δεν είναι δυνατός με κάποια άλλη μέθοδο. Το να έχεις ένα τρόπο αντίληψης ο οποίος έχει μόνιμα επίγνωση της θέσης του στον κόσμο είναι ένας τρόπος για να έχεις μια ισορροπημένη αντίληψη σαν ανθρώπινο ον, με επίγνωση της σχετικά μικροσκοπικής θέσης του καθώς και της ύστατης σημαντικότητας του και να εφαρμόζει αυτή τη γνώση με τον ανάλογο τρόπο. 

Αυτό το γεγονός, κατά κάποιο τρόπο, οδηγεί στην διευρυμένη ιδέα της σημαντικότητας της συνείδησης στον κόσμο. Σχετικά με την ιδιαίτερη ερώτηση σου, ο κόσμος και το ‘εγώ’ είναι ένα και το αυτό – είμαστε η μέθοδος του κόσμου στην παρατήρηση του εαυτού του. Έτσι, μπορώ να γράφω για τη συνείδηση και το ‘εγώ’ καθώς και για τη συνείδηση τεράστιων ουράνιων σωμάτων, που συνήθως αναφέρονται ως άψυχα και θα παραμείνουν το ίδιο και το αυτό. Η εικόνα του συνειδητού σύμπαντος, να αλλάζει και να ταράζεται, να τα βγάζει πέρα με τη δικιά του ύπαρξη είναι η εικόνα που εγώ θέλω να αποτυπώσω στιχουργικά. 


M.N.: Η μουσική σου είναι ένα τέλειο και ταιριαστό όχημα για αυτού του είδους τις παρατηρήσεις. Αλλά, αυτό που βρίσκω ενδιαφέρων είναι το υπόβαθρο. Το δικό σου υπόβαθρο. Τι σε οδήγησε να έχεις αυτή την εσωτερική ανάγκη για εξερεύνηση? Είναι το πολιτισμικό σου υπόβαθρο; Ο τρόπος που μεγάλωσες; Ή ήταν κάτι για το ποίο δεν είχε ποτέ επιλογή; Είναι όλα προκαθορισμένα; Δηλαδή, ο τρόπος που παίζεις μουσική και γράφοντας θεματικούς στίχους για το διάστημα είναι κάτι που το νιώθεις οικείο και πολύ κοντά στην αντίληψη σου περί ζωής; 

J.B.: Έχω παίξει πολλά διαφορετικά είδη μουσικής με πολλούς διαφορετικούς θεματικούς στίχους και ποτέ δεν ένοιωσα μία σύνδεση με τέτοιο τρόπο όπως όταν αποφάσισα να αλλάξω θεματολογία προς τη συνείδηση και τον κόσμο. Όταν αρχικά, ξεκίνησα να γράφω κομμάτια για αυτό που θα κατέληγε το πρώτο μου full-length album έγραψα πολλούς τυπικούς black metal σχετικούς και αποδεκτούς στίχους, γύρω από την αντι-θρησκεία. Αυτό το ένιωθα ολοκληρωτικά αφύσικο καθώς δεν ένιωθα κάποια έλξη για αυτά τα πράγματα. Απλώς μιμούμουν την τυπική black metal αισθητική και μόλις το συνειδητοποίησα επέλεξα να βρω κάτι πιο μεστό για μένα. 

Θυμήθηκα τον εαυτό μου όταν ήμουν νέος και γεμάτος θαυμασμό για το σύμπαν, την απεραντοσύνη και την ομορφιά του. Θυμάμαι να χάνομαι στη σκέψη για το ποια μπορεί να είναι η θέση μου μέσα σε αυτό. Επίσης σκέφτηκα το πως το black metal κρατούσε τη φύση ψηλά και την εγκωμίαζε και πως θα μπορούσε, επίσης, να εγκωμιάζει την κοσμική φύση. Συνειδητοποίησα πόσο θα μπορούσε να εξερευνηθεί από αυτό, ακόμα και μόνο μέσα στο μυαλό σου, απλώς αναλογιζόμενος τούτο, και καθώς η γνώση μας είναι τόσο περιορισμένη, να φαντάζομαι ποια θα μπορούσε να είναι η απάντηση. Έτσι, ο κόσμος ( σύμπαν ) , έγινε η μούσα μου. Αυτό ήταν ένα μεγάλο κίνητρο για την δημιουργικότητα μου και μου έδωσε κάτι πραγματικό και προσωπικό να εκφράσω. 


M.N.: Αν και συνηθίζω να απορρίπτω την έννοια του ταμπελώματος της μουσικής, είναι ένας καλός τρόπος για να επικοινωνούμε λεκτικά το τύπο της μουσικής που ένα συγκρότημα παίζει. Είδα πως οι Mare Cognitum είναι αρχειοθετημένοι κάτω από την ταμπέλα ‘Progressive and/or Atmospheric black metal.”. Μπορώ να το δεχτώ αυτό. Είναι ένας καλός τρόπος επεξήγησης της μουσικής των Mare Cognitum. Εσύ πως θα την περιέγραφες; Δεν είναι απαραίτητο να βάλεις ταμπέλα, απλώς περιέγραψε την. 

J.B.: Οι Mare Cognitum είναι σχεδιασμένοι για να τραβήξουν τη συνείδηση του ακροατή στα άγνωστα όρια του σύμπαντος. Πυκνή διαστρωμάτωση κιθάρων και synthesizers, τραχείς κραυγές και σταθερά, διακεκριμένα κρουστά σχηματίζουν ηχητικά τοπία τα οποία είναι το τέλειο soundtrack για να περάσεις δίπλα από το αγαπημένο σου νεφέλωμα. 


M.N.: Στο πρώτο κομμάτι, υπάρχει μία συγκεκριμένη στιγμή που μου φέρνει στο μυαλό το “Ashes” των Psychotic Waltz. Συγκεκριμένα, είναι το solo/lead από το 11:11 μέχρι το 11:33. Ίσως να οφείλεται στις σχετικές αναμνήσεις μου αυτή η σύνδεση. Αλλά, αφού ξεκινήσαμε, ας πάμε λίγο παρά πέρα με αυτό. Δημιουργείς πολυεπίπεδες ενορχηστρώσεις, με ένα βασικό riff και μελωδίες που χτίζονται η μία πάνω στην άλλη, δημιουργώντας ένα έντονο συναισθηματικό διάστημα-χώρο για τον ακροατή. Αυτό είναι η ‘υπέρβαση’ (transcendence ); Είναι περιορισμένο στη εμπειρία ενός, συναισθηματική και λογική, ή είναι ένα μέσο που κουβαλά το νου ενός πέρα από το πεπερασμένο και έξω στο άπειρο; 

J.B.: Βλέπω την υπέρβαση σαν την ολοκληρωτική αποκοπή από το συνειδητό νου από συναισθηματικής σκοπιάς – μια σύντομη διορατικότητα στην ύπαρξη όπου οι ανθρώπινες ανάγκες είναι άσχετες. Είναι ένας συμπαντικός τρόπος αντίληψης στην οποία, αξία τοποθετείτε σε όλα τα πράγματα με ισορροπημένο μέτρο. Ένα μέρος όπου το χαοτικό σύμπαν είναι ακριβώς όπως πρέπει να είναι και είναι σε απόλυτη γαλήνη. Καθώς ένας παρατηρεί το σύμπαν με αυτό το τρόπο, το άτομο αυτό μπορεί επίσης να βρίσκεται σε γαλήνη. 


Μ.Ν.: Στο “Noumenon” ξεκινάς με μία περιγραφή μιας εξωτερικής εικόνας και κινείσαι προς τις εσωτερικές εικόνες, δημιουργημένες από το μυαλό. Θεωρώ πως είναι μια επιτυχημένη μεταφορά και ένα φιλόξενο ταξίδι για τον ακροατή. Έχεις μια αγάπη για το διάστημα και ίσως να έχεις και κάποιες γνώσεις πάνω στην αστρονομία. Τι σε εμπνέει στο διάστημα; Είναι απλώς το διάστημα εκεί έξω, ή μία διασύνδεση μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού διαστήματος για το οποίο γράφεις; Ιδέες όπως χρόνος, παράλληλα σύμπαντα, μοναδικότητα (singularity – επιστημονικός όρος). Όλα τους αποτελούν αντικείμενο μελέτης από επιστήμονες και φιλοσόφους. Ποια είναι η θέση τη τέχνης μεταξύ αυτών των ιδεών και θεμάτων; Νιώθεις σαν ένα παιδί γεμάτο με περιέργεια για τον κόσμο και τα θαύματα τα οποία έχει κρυμμένα από εμάς; 

J.B.: Το σύμπαν είναι το τρέχων οριστικό τέλος στην κατανόηση μας. Έξω από αυτό δεν υπάρχει γνώση. Είναι το απόλυτο άκρο το οποίο μπορεί να συλληφθεί. Με συναρπάζει να προσεγγίζω αυτό το όριο. Τι ομορφότερο θέμα/ιδέα υπάρχει για να αναλογιστεί κάποιος καλλιτεχνικά; Αν και δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να το εξερευνήσουμε στη ζωή μας, μπορώ να το εξερευνώ και να το εκφράζω μουσικά, το οποίο είναι και το καλύτερο που μπορώ να επιστρατεύσω και με αυτό το τρόπο το καταλαβαίνω καλύτερα. Όπως προανέφερα, η παιδική μου περιέργεια είναι το κίνητρο για αυτό, αν και η κατανόηση μου γύρω από αυτό από μία επιστημονική σκοπιά είναι, κατά την άποψη μου, όχι ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη, με ικανοποιεί σε μεγάλο βαθμό η γνώση πως παρουσιάζω τουλάχιστον μια μορφή του προσωπικού μου θαυμασμού, σε άλλους. Είναι ο δικός μου τρόπος να εξερευνώ το κόσμο και νομίζω πως αυτή η μορφή καλλιτεχνικής εξερεύνησης είναι κάτι το οποίο πολλοί άνθρωποι καταλαβαίνουν και συνδέονται μαζί του. 


Μ.Ν.: Τι είναι “Phobos Monolith”; Και που βρίσκεται; Μέσα μας ή στον περίγυρο μας; Αυτό το σύμβολο εκφράζει κάτι συγκεκριμένο που είχες στο νου σου και ένιωθες πως είναι τέλειο να χρησιμοποιηθεί σαν όνομα για το album; 

J.B.: To “Phobos Monolith”, αν και είναι ένα πραγματικό μέρος πάνω στο φεγγάρι του πλανήτη Άρη, αναπαριστά το συντριπτικό συναίσθημα του να πέφτεις πάνω σε ένα τεράστιο μυστήριο. Χωρίς να κατανοείς πλήρως το μυστικό του, αυτό στροβιλίζεται γύρω σου και σε περιβάλλει και σου δίνει την ανεξέλεγκτη δύναμη να σκαλίσεις βαθύτερα και να ανακαλύψεις περισσότερα. Αυτό είναι το συναίσθημα που ένοιωσα όταν διάβασα το όνομα για πρώτη φορά και δε μπορώ να εξηγήσω γιατί. Φαντάστηκα ένα μέρος, όχι πολύ διαφορετικό από το εξώφυλλο του album και το συναίσθημα που θα σε γέμιζε και αυτό το συναίσθημα ήταν που ήθελα να απεικονίσω με το album. 


Μ.Ν.: Κυκλοφόρησε περίπου πέντε μήνες πριν και έχω δει πως είσαι αρκετά παραγωγικός. Μπορούμε να περιμένουμε κάτι μέσα στο 2015? Εσύ είσαι το συγκρότημα. Αυτό είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο, κυρίως στο black metal. Τι σε οδηγησε σε αυτό το μονοπάτι; Είμαι σίγουρος πως έχεις απόλυτο έλεγχο πάνω στη δημιουργική διαδικασία, αλλά αυτό που σκεφτόμουν είναι πως μπορεί να υπάρχουν και κάποιοι άλλοι παράγοντες εδώ. Ίσως μια έλλειψη επικοινωνίας με τους μουσικούς που συνεργάστηκες. Θα δούμε τους Mare Cognitum να ερμηνεύουν ζωντανά ή είναι αυτή η εμπειρία αποκλειστικά για το σπίτι; 

J.B.: Απολύτως. Μέσα στο 2015 θα δούμε την κυκλοφορία ενός split μαζί με τους Aureole σε CD και LP. Επίσης θα υπάρχουν επανεκδόσεις όλων των προηγούμενων κυκλοφοριών σε διάφορα format – τα περισσότερα από τα οποία δεν μπορώ ακόμη να ανακοινώσω. Αυτό το οποίο μπορώ είναι την κυκλοφορία του “Phobos Monolith” σε LP, το οποίο βρίσκεται ήδη στο εργοστάσιο εκτύπωσης. 

Όσον αφορά το γιατί το πάω solo, απλώς το βρήκα το πιο παραγωγικό. Πέρασα χρόνια σε κάποια group τα οποία εν τέλει ξεφούσκωσαν χωρίς ούτε μία κυκλοφορία, καμιά φορά χωρίς ούτε μια ζωντανή εμφάνιση. Αν και απολαυστικό για το χρόνο του, όχι και τόσο παραγωγικό. Έβαζα την ενέργεια μου σε αυτά τα project μόνο για να τα δω να αποτυγχάνουν για λόγους έξω από τον έλεγχο μου. Οπότε αποφάσισα να τα αναλάβω όλα το οποίο κατέληξε να δουλεύω με ένα ρυθμό ο οποίος με κάνει να νιώθω χαρούμενος, ενώ ταυτόχρονα μου επιτρέπει να παράγω το δικό ακριβώς όραμα. 

Δεν έχω και πολύ θέληση να παίξω σε συγκροτήματα τώρα, αλλά μου λείπουν οι ζωντανές εμφανίσεις. Αν και με ρωτούν αρκετά συχνά για κάποια ζωντανή εμφάνιση των Mare Cognitum, και μου αρέσει αυτή η ιδέα, δεν το βλέπω να συμβαίνει σύντομα. Αν ποτέ συμβεί, η προσπάθεια που απαιτείται θα σήμαινε ότι για μία μεγάλη περίοδο δεν θα υπήρχε καινούριο υλικό από τους Mare Cognitum, και νομίζω πως η δημιουργία καινούριας μουσικής σημαίνει πολλά περισσότερα για μένα από τις ζωντανές εμφανίσεις, αυτή την περίοδο. 


M.N.: Jacob, σε ευχαριστώ για το χρόνο που διέθεσες να απαντήσεις αυτές τις ερωτήσεις και, πάνω από όλα, σε ευχαριστώ για τη μουσική σου. Sky agape be upon you. 

J.B.: Σε ευχαριστώ για την ευκαιρία. Και σε σένα επίσης!