Moerae - Awe - Clotho - Part 1 of 3 - Review




Οι κόρες της νύχτας. Τρεις στον αριθμό. Κλωθό, Λάχεσις και Ατροπός. Αυτή που γνέθει, η υφάντρα και αυτή που κόβει.

Ποτέ δεν είχα επιλογή και κανείς ποτέ δεν έχει. Οι κόρες της νύχτας δουλεύουν, υφαίνουν, μετρούν και κόβουν. Εγώ, για αρχή, πίστευα ότι είχα τη δύναμη να τις ξεπεράσω και να ζήσω αιώνια. Έκανα λάθος.

Πρώτα αυτή που γνέθει, η Κλοθώ. Άγνωστη σε μένα. Ένα κομμάτι ύφασμα, γραμμένο με νότες. Η δημιουργία της είναι η ζωή μου, ξεκινώντας από την πρώτη σύλληψη, εάν επιτρέψουμε στον εαυτό μας να πιστέψει ότι μπορούν να υπάρχουν παραπάνω από μία στην πνευματική ζωή μας. Ίσως και να υπάρχει.

Έθεσα ως στόχο να ξεπεράσω την θνησιμότητα. Και ο μόνος τρόπος ήταν να την σκοτώσω. Ξεκίνησα απλώνοντας το δικό μου ύφασμα, που έφτανε μέχρι τα δεκαεφτά λεπτά. Ξεκίνησα, ή μήπως να έλεγα, εξερράγη από την καρδιά μου. Η λύτρωση χρειάζεται το Ωμέγα, αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Έπρεπε να την γνωρίσω πρώτα.

Αψηφώντας τους θεούς, μια πανέμορφη, καλαίσθητη κυρία, αιωνίως γνέθει τη μοίρα των ανθρώπων, με πολυδιάστατη ενορχήστρωση, η απλότητα έγινε εμπόδιο, αν και τείνω να τις αντιλαμβάνομαι σαν έκφραση της ζωής πάνω από τον θάνατο. Καμιά φορά δουλεύει προς όφελος του θύματος, άλλες φορές των αφήνει αδύναμο και αποξενωμένο, να περιμένει το εκκρεμές του χρόνου να σταματήσει.

Η λύτρωση θέλει το Ωμέγα, μα το Ωμέγα δεν έρχεται ποτέ. To Clotho είναι μία συντριπτική εμπειρία, με κιθαριστικές μελωδίες που κινούνται ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια και με διαφορετικές φωνές να βυθίζονται μέσα στα αυτιά μου. Και εκεί, όταν νιώθω έτοιμος και αποκαμωμένος έρχονται οι εμψυχωτικές μελωδίες, δίνοντας μου ελπίδα, δίνοντας μου κάτι όχι τόσο περίεργο. Το νιώθω οικείο. Το νιώθω σαν σπίτι μου.

 Μα, ναι. Ο θάνατος είναι το σπίτι μας. Από εκεί ήρθαμε και εκεί θα οδηγούμαστε. Αλλά είναι αληθινός; Είναι ο θάνατος απόλυτος; Ή είναι ένας από τους πολλούς στη ζωή ενός; Την ρώτησα, την παρακάλεσα και αυτή μου αποκρίθηκε σε μία νεκρή γλώσσα: 

«Aporia il e denblaha. Aporia sah e denblama. Mas en vuj otrio vastenm. Mas en iftehn lodriann shir. Cktenddet vorsimen! Cktenddet vorsimen! Cktenddet vorsimen al! Cktenddet vorsimen peg al!»

Μία είναι η φύση της, τρεις οι μορφές τις. Τρεις είναι η φύση της, μία η μορφή της. Η λύτρωση γνωρίζει το Ωμέγα, μα ο χρόνος μου δεν τελείωσε ακόμη. Διότι ότι αναπνέει, πεθαίνει και δεν θα τα παρατήσω. Έστησα την σκηνή στο Πυθμένα της καρδιάς μου και επέτρεψα τη μουσική να αφήσει το σημάδι της. Αυτή είναι η τέχνη μου. Αυτός είναι ο καιρός μου. Όχι ο δικός της. Μια μοίρα να λατρέψω. Τη μοίρα τη δική μου. Η υπόσχεση της δεν υπάρχει πλέον.

Και εκεί, καθώς στεκόμουν σαν πολεμιστής ενάντια σε δυνάμεις αόρατες και ακατανόητες, μια ιερή πηγή την φύτεψε στη σπονδυλική μου στήλη. Με άμορφες φλόγες που δημιουργούσαν φωτιά, η σπονδυλική μου στήλη έγινε ηφαίστειο και λάβα εξερράγη. Σε αυτό, στις τελευταίες στιγμές μου συνείδησης, τα λόγια του Παρμενίδη εμφανίστηκαν στο μυαλό μου.

«Εμπρός λοιπόν, εγώ θα σου μιλώ, κι εσύ σκέψου, αφού ακούσεις
τον λόγο μου, ποιοι μόνοι δρόμοι έρευνας μπορούν να είναι προσιτοί στη νόηση
ο ένας, πως το Είναι υπάρχει και δεν μπορεί να μην υπάρχει,
είναι ο δρόμος της Πειθούς γιατί ακολουθεί την αλήθεια
ο άλλος όμως πως δεν υπάρχει και πως είναι ανάγκη να μην υπάρχει

αυτό το μονοπάτι, σου λέω, είναι εντελώς απρόσιτο/μη-γνωρίσιμο
γιατί ούτε να γνωρίσεις θα μπορούσες το μη ον, κάτι δηλαδή το

ανέφικτο ούτε να το εκφράσεις, να το πεις.»


Τι θα απογίνω; Άκουσε το. Άκουσε και αποδέξου το.

0 σχόλια:

Post a Comment