THE TEMPLE - AS ONCE WAS - FICTION REVIEW ( FI-RE)








Η μοίρα μας είναι ο χαμός. Το γνωρίζουμε αυτό, αν και ως άνθρωποι μαζί με το γενετικό μας σφάλμα, τείνουμε προς την άρνηση και την αντίσταση αυτής της απόλυτης αλήθειας. Ο χρόνος είναι ο μοναδικός εχθρός μας και κάποιος θα όφειλε να νοιώθει την ανάγκη να το εκμεταλλευτεί αυτό. Ακόμη και εάν αυτό είναι να έχει οικογένεια, μια καριέρα με ένα όμορφο, άνετο σπίτι και μερικά ζωντανά τετράποδα, σαν το γλυκό μου σκυλί ή να καταστρέψει τον γαλαξία. Αυτή είναι μια καλή επιλογή, εάν είναι επιλογή.

Είχα κάποτε και εγώ μια τέτοια ζωή. Ήμουν ένας αξιοπρεπής άνθρωπος, αξιοσέβαστος και αγαπητός. Αλλά η μοίρα είχε άλλα πράγματα υφάνει ( όπως το μέλλον θα δείξει ) για εμένα. Κάθε Κυριακή συνήθιζα να πηγαίνω στην ίδια ορθόδοξη εκκλησία, με την οικογένεια μου, μαζί με άλλους ανθρώπους του εκκλησιάσματος. Ανάμεσα τους, μια μικροκαμωμένη γυναίκα, με ένα λυσσαλέο βλέμμα και ένα αποπλανητικό περπάτημα που μπορούσε να κάνει ακόμη και τους θεούς να κλάψουν με λαγνεία. Είμαι σίγουρος ότι γνωρίζεται που οδηγεί αυτό. Αλλά θα σας απογοητεύσω. Η παράνομη σχέση μου κράτησε μόλις λίγες νύχτες. Δεν ήταν η σχέση που με έφερε εδώ. Ήταν το μέρος που με οδήγησε. Κάτω από την αγία τράπεζα, ένα τετράγωνο τραπέζι στην κορυφή του εκκλησιάσματος, υπήρχε μια απότομη σκάλα που οδηγούσε σε έναν εσωτερικό ναό. Ένας ναός μέσα στο ναό. Πρέπει να ομολογήσω, όχι δίχως ντροπή, πως αφέθηκα στα χέρια της θεάς και απόλαυσα απεριόριστη αγιότητα για αυτόν τον πεπερασμένο χρόνο, καθορισμένος από τα όρια της θνησιμότητας μας.

Ήμουν χαμένος, μεταξύ φωνών και ζεστών ήχων που ανακλώνταν στους πέτρινους τοίχους. Έτρεμα, σαν ένα πληγωμένο και αδέσποτο σκυλί, στις μοιχευτικές αλλά θεσπέσιες εκμεταλλεύσεις του σώματος. Τώρα, περιορισμένος πίσω από τους ατσάλινους στύλους της κοινωνικής φυλάκισης, λαχταρώ για τον χρόνο που πέρασα μαζί της. Κάθομαι μόνος στο σκοτάδι και ζωγραφίζω προσεχτικά πάνω στις αναμνήσεις μου μαζί της. Ο ναός μου. Η δέσποινα στα λευκά. Ήταν η χίπισσα μάγισσα που αγάπησα. Προσεύχομαι, σαγηνευμένος σε μυστικούς χορούς του έρωτα, με τα ξανθά της μαλλιά να πέφτουν πάνω στου σπαθιού μου τον χαμό, διατάζοντας με να φέρω φρέσκο αίμα από το νεκροταφείο. Κυνηγώ την σάρκα των αγνώμων, για να καταλαγιάσω την επιθυμία μου για αυτήν.

Ήμουν ενοχλημένος και ακόμη είμαι, όποτε αυτή έρχεται σε μένα, από τα ηχητικά σολαρίσματα, υπενθυμίζοντας μου ότι όλες τους είναι μάγισσες, επιβάλλοντας απελπισία και απόγνωση στην παραστρατημένη μου ψυχή. Ακόμη μου τραγουδά τα βράδια, όταν τα μάτια μου αρνούνται να ξεκουραστούν και γράφω αυτό, με ακραία απόγνωση να βγαίνει από το σώμα μου. Μου είπε πως ήμουν ο μοναδικός που αγάπησε. Μου είπε ότι θα ζήσουμε για πάντα και τώρα περιμένω τη σειρά μου για την καρέκλα. Ξεγελάστηκα και τώρα καταδικάστηκα πριν την ώρα μου.

Ίσως να έχω ακόμη επιλογή. Ίσως ακόμη να μπορώ να επανορθώσω το λάθος που έγινε εις βάρος μου. Δεν νοιώθω την πράσινη καιόμενη φλόγα, καθώς βλέπω πίσω στα χνάρια που άφησε και δεν ονειρεύομαι περισσότερα από όσα μου έδειξε. Δεν είναι θεμέλιο, δεν είναι πέτρα. Δεν είναι ναός. Εγώ είμαι. Και θα επιστρέψω.

0 σχόλια:

Post a Comment